- φυσιολογικοῦ
- φυσιολογικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
νεοπλασία — η ιατρ. σχηματισμός νέου, φυσιολογικού ή μη φυσιολογικού, ιστού σε ζωντανό οργανισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. neoplasie (< νε(ο) * + πλασία < πλάθω). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] … Dictionary of Greek
ψυχοτρόπα φάρμακα — Χημικές ουσίες που έχουν την ιδιότητα να επηρεάζουν τις ψυχικές διεργασίες του ανθρώπου και τη συμπεριφορά των ζώων. Πρακτικά πρόκειται για μια μεγάλη κατηγορία ουσιών, με εξαιρετικά ποικίλη χημική δομή, που έχουν την κοινή ιδιότητα πρόσκαιρης… … Dictionary of Greek
ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… … Dictionary of Greek
αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… … Dictionary of Greek
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
ανταγωνισμός — (Βιολ.). Όρος ο οποίος αναφέρεται σε τρεις διαφορετικούς τομείς. 1. Α. που εμφανίζεται ανάμεσα σε δύο οργανισμούς που μεγαλώνουν πολύ κοντά o ένας στον άλλο. Έχει ως αποτέλεσμα την καταστολή της ανάπτυξης του ενός λόγω της δημιουργίας αντίξοων… … Dictionary of Greek
αφαιμαξομετάγγιση — η ιατρ. η ανταλλαγή εν μέρει ή σχεδόν εν όλω του αίματος ενός ασθενούς με ισοδύναμη ποσότητα φυσιολογικού αίματος που έχει ληφθεί από συμβατούς δότες … Dictionary of Greek
ετεροπλασία — η 1. ο σχηματισμός παθολογικού ιστού από υγιή τού οποίου τα στοιχεία διαφέρουν από εκείνα από τα οποία προήλθαν 2. ανάπτυξη φυσιολογικού ιστού σε ανώμαλη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heteroplasia < hetero (πρβλ. ετερο *) + plasm… … Dictionary of Greek